ὑπέργηρος — exceedingly old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέργηρος — η, ο ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεργήρως — ὑπέργηρος exceedingly old adverbial ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέργηρον — ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem acc sg ὑπέργηρος exceedingly old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεργήρων — ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem/neut gen pl ὑ̱περγήρων , ὑπεργηράω grow exceedingly old imperf ind act 3rd pl ὑ̱περγήρων , ὑπεργηράω grow exceedingly old imperf ind act 1st sg ὑπεργηράω grow exceedingly old imperf ind act 3rd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέργηροι — ὑπέργηρος exceedingly old masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατογέρων — ἐσχατογέρων, ὁ (Α) ο εσχατόγηρως, ο υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γέρων] … Dictionary of Greek
εσχατόγηρος — και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, ων και ἐσχατόγηρος, ον και ἐσχατογέρων, ὁ) αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γηρως (ή γηρος) < γήρας (πρβλ. α γήρως, ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] … Dictionary of Greek
πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… … Dictionary of Greek